- νεοθηκτος
- νεόθηκτοςνεό-θηκτος2только что отточенный Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεόθηκτος — νεόθηκτος, ον (Α) αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. εύ θηκτος] … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοθήξ — νεοθήξ, ῆγος και αιολ. τ. νεόθαξ, αγος, ὁ και ἡ (Α) νεόθηκτος* («νεόθαξ σίδαρος», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θήξ (< θήγω), πρβλ. φιλο θήξ] … Dictionary of Greek
νεοθηγής — νεοθηγής, ές (Α) νεόθηκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηγής (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. οξυ θηγής] … Dictionary of Greek